3. Ὅ γε μὴν τῆς καρδίας χιτὼν ἴδιος. ὁ περικάρδιος
4. ὀνομαζόμενος, ἕτερός ἐστιν ἑκατέρου τούτων, ἐν τῷ
5. μέσῳ κείμενος ἀμφοτέρων, περιλαμβανόμενός τε καθ’ ἑκάτερον
6. ἑαυτοῦ μέρος ὁμοίως ὑπ’ αὐτῶν. θεάσῃ δ’ ἀκριβῶς
7. τοῦτο κατὰ ταύτην τὴν νῦν λεγομένην ἀνατομὴν, ἐπὶ τεθνεῶτος
8. τοῦ ζώου γιγνομένην. ἐν μὲν γὰρ τοῖς ἄνω μέρεσιν,
9. ὅσα πρὸς τὰς κλεῖς ἀνήκει, ψαύοντας ἀλλήλων ὄψει
10. τοὺς διαφράττοντας ὑμένας· ἔνθα δ’ ἐστὶν ἡ βάσις τῆς
11. καρδίας, ἣν ἔνιοι κεφαλὴν ὀνομάζουσι τοῦ σπλάγχνου, προστυγχάνοντες
12. τῷ περικαρδίῳ χιτῶνι, περιφύονταί τε τούτῳ
13. καὶ συμπροέρχονται μέχρι τῆς κορυφῆς αὐτοῦ, κωνοειδοῦς
14. ὄντος τὸ σχῆμα, καθάπερ ἡ καρδία. ἥ τε οὖν βάσις αὐτοῦ,
15. κύκλος οὖσα, τὴν τῆς καρδίας ἐστεφάνωκε βάσιν, ἥ τε κορυφὴ
16. τοῦ κώνου, κατὰ τὴν τῆς καρδίας κορυφὴν τεταγμένη,
17. συμφύεται τοῦ στέρνου τοῖς κάτω μέρεσιν, ὧν ἐπὶ τοῦ πέρατος
18. ὁ ξιφοειδής ἐστι χόνδρος. οὐ μὴν αὐτῷ γε τῷ σώματι
1. τῆς καρδίας ὁ περικάρδιος οὗτος χιτὼν συμπέφυκεν, ἀλλ’ ἐν
2. μὲν τοῖς ἄλλοις ἅπασιν οὐ μικρά τίς ἐστιν ἡ μεταξὺ χώρα
3. τῆς καρδίας ἀνακειμένη κινήσει· κατὰ δὲ τὴν ἑαυτοῦ βάσιν,
4. ἥτις, ὡς ἐῤῥέθη, κύκλος ἐστὶ, τοῖς ἐκφυομένοις αὐτῆς ἀγγείοις
5. συμπέφυκεν, ἃ καταμαθήσῃ σαφέστερον, ὅταν ἤτοι γ’ ὅλον
6. ἀναπτύξῃς τὸν θώρακα πανταχόθεν, ἢ τὴν καρδίαν ἐξῃρημένην
7. αὐτοῦ μόνην ἐφ’ ἑαυτῆς ἀνατέμῃς.
⟨
(De anat. administr.) [n° 011 Fichtner] [GalLat]
De anatomicis administrationibus
Περὶ ἀνατομικῶν ἐγχειρήσεων
Pratiques anatomiques
Anatomical Procedures (AA)
Garofalo, 1986; Garofalo, 2000.
De anatomicis administrationibus, 1821, vol. 2, p. 215-731. urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg011.verbatim-lat1
Simon, 1906 (deu); Singer, 1956 (eng); Duckworth, 1962 (eng); Garofalo, 1991 (ita); López Salvá, 2022 (spa).
De anatomicis administrationibus, 7.3, ed. Kühn, 1821, vol. 2, p. 595-596. urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg011.1st1K-grc1:7.3
⟩
⟨
Cliquer un n° de page pour en afficher l’image
⟩