Galenus. De alimentorum facultatibus (De alim. fac.) [n° 038 Fichtner] [GalLat]

Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων
Facultés des aliments
The Capacities of Foodstuffs (Alim. Fac.)
De alimentorum facultatibus libri III, 2.35, ed. Kühn, 1823, vol. 6, p. 453-748. urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg037.verbatim-grc1
Helmreich, 1923; Wilkins, 2013.
De alimentorum facultatibus libri III, 1823, vol. 6, p. 453-748. urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg037.verbatim-lat1
Beintker, Kahlenberg, 1948 (deu;grc); Beintker, Kahlemberg, 1952 (deu;grc); Powell, 2003 (eng); Zaragoza, 2015 (spa).

De alimentorum facultatibus libri III, 2.35, ed. Helmreich, 1923. urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg037.1st1K-grc1:2.35

Περὶ ϲυκομόρων.

[Sectio 1]

Ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τὸ τοῦ ϲυκομόρου φυτὸν εἶδον ἅμα τῷ καρπῷ παραπληϲίῳ ϲύκῳ μικρῷ λευκῷ. δριμύτητα δ’ οὐδεμίαν ὁ καρπὸϲ οὗτοϲ ἔχει βραχείαϲ μετέχων γλυκύτητοϲ, ὑγρότερόϲ πωϲ καὶ ψυκτικώτεροϲ ὦν κατὰ τὴν δύναμιν, ὥϲπερ καὶ τὰ μόρα· μᾶλλον δ’ ἐν τῷ μεταξὺ μόρων τε καὶ ϲύκων αὐτὸν εἰκότωϲ ἄν τιϲ θείη. | καί μοι δοκεῖ καὶ

[Sectio 2]

τοὔνομ’ ἐντεῦθεν αὐτῷ κεῖϲθαι. γελοῖοι γάρ, ὅϲοι διὰ τοῦτό φαϲιν ὠνομάϲθαι τὸν καρπὸν τοῦτον ϲυκόμορα, διότι ϲύκοιϲ ἔοικε μωροῖϲ. ἡ γένεϲιϲ δ’ αὐτοῦ διαφορωτέρα πώϲ ἐϲτι παρὰ τοὺϲ ἄλλουϲ καρποὺϲ τῶν δένδρων· οὐ γὰρ ἐκ τῶν ἀκρεμόνων καὶ βλαϲτημάτων, ἀλλ’ ἐξ αὐτῶν τῶν κλάδων καὶ τῶν πρέμνων ἐκφύεται.

Cliquer un n° de page pour en afficher l’image